Παρασκευή 7 Αυγούστου 2009

Το Ανθοχώρι είναι ένας απλός αγροτικός οικισμός στο Δήμο Τσοτυλίου. Αν και κάθε τόπος έχεις τις ιδιαιτερότητές του, τίποτα δε φαίνεται -εκ πρώτης όψεως- να κάνει το συγκεκριμένο οικισμό να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους της ηπειρωτικής Ελλάδας. Τίποτα, εκτός από το μεγάλο εξάτοξο παλιό γεφύρι του.Το γεφύρι του Ανθοχωρίου, είναι ένα πετρόκτιστο αριστούργημα, το μεγαλύτερο και ίσως το ομορφότερο γεφύρι του Βοϊου. Ορθώνεται πάνω από τον ποταμό Πραμόριτσα, σε ύψος 9,10 μέτρα και έχει μήκος 49 μέτρα. Οι δομικοί του λίθοι είναι από ψαμμίτη, ένα ευκατέργαστο πέτρωμα, συνηθισμένο στο Βόιο. Χτίστηκε για να εξυπηρετεί τις ανάγκες των ποιμένων της Πίνδου που μετέφεραν τα κοπάδια τους από τη Βόρεια Πίνδο στη Θεσσαλία. Χρησιμοποιούνταν επίσης και από τα καραβάνια των χωριών των Γρεβενών, τα οποία κουβαλούσαν εμπορεύματα στην αγορά του Τσοτυλίου.Μια ιστορία το θέλει να κτίστηκε με τη χορηγία κάποιου μεγαλοκτηνοτρόφου από την Πίνδο.

Όταν αυτός προσπάθησε να διαβεί με το κοπάδι και την οικογένειά του τον ποταμό, μια απότομη και ορμητική ροή έπνιξε τη μονάκριβη κόρη του. Ο τραγικός πατέρας το θεώρησε σημάδι του Θεού, που ήθελε να τον τιμωρήσει για την πλεονεξία του. Τη νύχτα είδε στον ύπνο του έναν άγγελο με κάπα και αγκλίτσα, ο οποίος τον πρόσταξε να χτίσει ένα γεφύρι στο σημείο που πνίγηκε η κόρη του.Δεν είναι σίγουρο το πόσο αυτή η ιστορία ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Το σίγουρο είναι ότι το γεφύρι αποτελεί απτή απόδειξη ότι η εποχή ακμής του μεταβυζαντινού Βοϊου υπήρξε στα αλήθεια, πριν επέλθει η καταστροφή του από τα Οθωμανικά στρατεύματα κατά την επανάσταση του Ορλώφ.Το γεφύρι κτίστηκε πριν το 1770, όταν ο πληθυσμός του Βοϊου ήταν πολλαπλάσιος του σημερινού. Ήταν η εποχή της ακμάζουσας μετακινούμενης κτηνοτροφίας, των κιρατζίδων, και των φημισμένων μαστόρων και των λιθοξόων της Κόνιτσας και των Ζουπανίων. Τότε οι ορεινοί οικισμοί έσφυζαν από ζωή, οι Δυτικομακεδόνες έμποροι με παροικίες σε όλη την Κεντρική Ευρώπη πηγαινόφερναν εμπορεύματα σε Ελλάδα και Δούναβη, και οι χιλιοτραγουδισμένοι κλέφτες παραμόνευαν κοντά στα γεφύρια. Ήταν η εποχή που τα νέα τα μάθαινε κάποιος στο νερόμυλο, τότε που γύρω από το Ανθοχώρι υπήρχαν κατάμεστα χάνια, πεταλωτήρια και σαμαράδικα.

Οι Οθωμανοί εγκατέλειπαν τη φεουδαρχία, ενθάρρυναν το εμπόριο και τις συγκοινωνίες χρηματοδοτώντας υποδομές. Οι Χριστιανοί το εκμεταλλεύθηκαν, πλούτισαν, μορφώθηκαν, συνειδητοποιήθηκαν και επαναστάτησαν το 1770. Το Βόιο καταστράφηκε, οι περισσότεροι κάτοικοι σκόρπισαν στη Δυτική Μακεδονία, ήρθε νέο αίμα από την Ήπειρο, ρίζωσε, ορθοπόδησε, έκτισε νέα, αλλιώτικα κτίρια, ελευθερώθηκε.Από το γεφύρι πέρασε κι ο στρατός για να γράψει ένα έπος το ’40 και μια τραγική σελίδα ιστορίας στον εμφύλιο.Μετά οι καιροί άλλαξαν. Τα μουλάρια έγιναν τρένα, τα καλντερίμια Εγνατίες, και οι μύλοι ηλεκτρικοί. Από το γεφύρι δεν περνούσαν πλέον κοπάδια, αλλά αγροτικά φορτηγάκια όταν το νερό του Πραμόριτσα φούσκωνε. Η πέτρα αντικαταστάθηκε με το τσιμέντο, νέες γέφυρες κτίστηκαν και η τέχνη των πετρογέφυρων χάθηκε. Οι κτηνοτρόφοι του Βοίου έφυγαν κι έγιναν εργάτες κι επαγγελματίες στα αστικά κέντρα.Ο τόπος ερήμωσε κι ο χρόνος σταμάτησε στο παρελθόν. Τίποτε δεν έμεινε να θυμίζει την προ του 1770 εποχή και τους ανθρώπους της, εκτός από κάποιους ναούς και μερικά γεφύρια, όπως αυτό του Ανθοχωρίου.Αυτός όμως δεν είναι και ο ρόλος των μνημείων ;Να κρατούν τη μνήμη ζωντανή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου